Η δυσπλασία ισχίου είναι μία συχνή διαταραχή του μυοσκελετικού συστήματος στα νεογνά και περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανωμαλιών του ισχίου, όπου η κοτύλη, το εγγύς μηριαίο και ο θύλακος είναι παθολογικά (δυσπλασία, υπεξάρθρημα ή εξάρθρημα). Η νόσος είναι γνωστή και ως συγγενής δυσπλασία, ωστόσο ο όρος δεν είναι σωστός, επειδή η νόσος είναι αναπτυξιακή/δυναμική, δηλαδή υπάρχουν παιδιά που γεννιούνται με φυσιολογικά ισχία και αναπτύσσουν δυσπλασία. Από την άλλη, υπάρχουν παιδιά που γεννιούνται με δυσπλασία η οποία υποχωρεί είτε αυτόματα είτε από σχετικά απλή θεραπεία (τοποθέτηση ιμάντος ακινητοποίησης Pavlik). Όταν η αναπτυξιακή δυσπλασία διαγιγνώσκεται έγκαιρα, τότε η θεραπεία είναι πιο εύκολη και η πιθανότητα εμφάνισης επιπλοκών είναι μικρότερη.
Η νόσος είναι συχνότερη στα κορίτσια (ειδικά στις πρωτότοκες γυναίκες), ενώ παράγοντες αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αποτελούν η ισχιακή προβολή, το οικογενειακό ιστορικό, η δίδυμη κύηση καθώς και συνυπάρχουσες συγγενείς ανωμαλίες (ραιβόκρανο, ραιβοϊπποποδία).
Η συχνότητα εμφάνισης της νόσου είναι 2-3 περιστατικά/1000 γεννήσεις.
Η απεικονιστική διάγνωση και παρακολούθηση γίνεται υπερηχογραφικά το 1ο εξάμηνο της ζωής και μετά τους 6 μήνες με ακτινογραφία. Το υπερηχογράφημα είναι ασφαλής μέθοδος χωρίς ιονίζουσα ακτινοβολία, με υψηλή ευαισθησία, ειδικά στις περιπτώσεις όπου η κλινική εξέταση του βρέφους είναι φυσιολογική, με μικρή διάρκεια της εξέτασης. Η υπερηχογραφική μέθοδος που χρησιμοποιείται συνήθως είναι η στατική κατά Graf.